- εὐπτέρυγος
- εὐπτέρῠγος, ον, = foreg.1, Opp.C.3.125; of ships, AP10.6 (Satyr., dub. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπτέρυγος — εὐπτέρυγος, ον (ΑΜ) με ωραία ή γρήγορα φτερά αρχ. (για πλοίο) ταχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτερυγος (< πτέρυξ), πρβλ. τανυ πτέρυγος] … Dictionary of Greek
εὐπτέρυγον — εὐπτέρυγος masc/fem acc sg εὐπτέρυγος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)